- επίζηλος
- (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος Μαραθωνομάχος. Ήταν γιος του Κουφαγόρου, τον οποίο οι Αθηναίοι ζωγράφοι απαθανάτισαν, μαζί με άλλους ήρωες, στην Ποικίλη Στοά. Ο Ε. τυφλώθηκε στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) χωρίς να χτυπηθεί και, όπως διηγείται ο Ηρόδοτος, με τρόπο μυστηριώδη. Ενώ δηλαδή πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, είδε ξαφνικά πελώριο φάντασμα Πέρση οπλίτη, που το γένι του επισκίαζε ολόκληρη την ασπίδα του. Το φάντασμα πέρασε μπροστά από τον Ε., αλλά σκότωσε τον διπλανό του και τύφλωσε με τη θέα του τον Μαραθωνομάχο, που έζησε χωρίς όραση μέχρι τα βαθιά γεράματά του.
* * *-η, -ο (AM ἐπίζηλος, -ον) [ζήλος]αυτός που προκαλεί τη ζήλεια, τον φθόνο ή τον θαυμασμό τών άλλων.
Dictionary of Greek. 2013.